Πηγή: health.in.gr
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αποτελεί το 1% όλων των νεοπλασιών και είναι ο πιο συχνός καρκίνος των ενδοκρινών αδένων. Οι γυναίκες υπερισχύουν έναντι των ανδρών σε αναλογία 3 προς 1, σε ηλικίες μεταξύ των 25 και 65 ετών. Η συχνότητα του καρκίνου παρουσιάζει αυξητική τάση κατά την τελευταία δεκαετία, γεγονός που οφείλεται, αφ’ ενός σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και αφ’ ετέρου στην βελτίωση των μεθόδων διάγνωσης, που πλέον εντοπίζουν μικρούς καρκίνους, οι οποίοι παλαιότερα παρέμεναν αδιάγνωστοι.
Ο θυρεοειδής αδένας παρουσιάζει σχήμα πεταλούδας στην αρχή της τραχείας. Το βάρος του αδένα κατά τη γέννηση ανέρχεται στα 2 γραμμάρια, κατά την εφηβεία φτάνει τα 10 με 15 γραμμάρια και το μέγιστο βάρος του το αποκτά κατά την ενηλικίωση, (20-30 γραμμάρια). Το βάρος του ελαττώνεται προοδευτικά κατά το 60ό έτος και έπειτα.
Ο θυρεοειδής περιλαμβάνει 2 λοβούς και τον ισθμό του αδένα, ενώ η λειτουργία του έγκειται στην παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Οι ορμόνες αυτές επιδρούν στον βασικό μεταβολισμό, στον μεταβολισμό των λιπών καθώς και στον μεταβολισμό των υδατανθράκων. H έλλειψή τους σε μικρή ηλικία επιδρά ανασταλτικά στην ενδοχόνδρια οστεοποίηση, που επιφέρει ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην ωρίμανση των οστών. Επιπροσθέτως, η έλλειψη τους επιδρά και στο ΚΝΣ με ανεπανόρθωτες βλάβες (κρετινισμός). Επιπλέον, οι ορμόνες αυτές επηρεάζουν την καρδιακή συχνότητα και την μυϊκή σύσπαση αυξάνοντας τη δράση του ασβεστίου και του φωσφόρου.
Η ταξινόμηση των καρκινωμάτων του θυρεοειδούς υφίσταται ως εξής:
α) στα καλώς διαφοροποιημένα (θηλώδη, θυλακυώδη και μικτά),
β) σε αδιαφοροποίητα,
γ) σε μυελωειδή,
δ) σε λεμφώματα και
ε) σαρκώματα.
Τα καλώς διαφοροποιημένα καρκινώματα είναι συχνότερα, ωστόσο η θεραπευτική τους αντιμετώπιση είναι πολύ καλή και εν πολλοίς αναδεικνύονται ως θεραπεύσιμα.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς εμφανίζεται συνήθως με την μορφή ψυχρού όζου. Η συχνότητα του καρκίνου σε ψυχρούς όζους εκτιμάται περίπου 12-15% και είναι υψηλότερη σε άτομα κάτω των 40 ετών καθώς επίσης και σε αυτούς που παρουσιάζουν αποτιτανώσεις στο υπερηχογράφημα του αδένα.
Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η εξωτερική ακτινοβόληση, (θεραπευτικά ή πυρηνικά ατυχήματα), το ιστορικό βρογχοκήλης (αύξηση διαστάσεων του αδένα), το ιστορικό παθήσεων θυρεοειδούς στην οικογένεια καθώς και το φύλο του ασθενούς (γυναίκες). Είναι σημαντικό να σημειωθεί δε, πως η εξωτερική ακτινοβόληση, ιδιαίτερα σε μικρή ηλικία για άλλες κακοήθεις παθήσεις του τραχήλου, εκδηλώνεται σε 5 έως 20 χρόνια μετά την ακτινοβόληση. Τελευταία, ως θέμα έρευνας γεννάται και η συσχέτιση της αυτοανόσου θυρεοειδίτιδας με την ύπαρξη ή την πιθανότητα συνύπαρξης του καρκίνου του θυρεοειδούς.
Η διάγνωση του καρκίνου πραγματοποιείται αρχικά με την ψηλάφηση (σκληροί όζοι ψηλαφητά) και το υπερηχογράφημα, αλλά και σε ένα μετέπειτα στάδιο με την βιοψία του όζου.
Θεραπευτικά, η αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς επιτυγχάνεται με τα ακόλουθα στάδια:
Σε δεδομένη διάγνωση ενός καρκίνου του θυρεοειδούς, μέσω κυτταρολογικής εξέτασης με βιοψία λεπτής βελόνης, ακολουθεί η ολική θυρεοειδεκτομή, ανεξάρτητα από το κλινικό στάδιο του όγκου. Η ολική αφαίρεση του αδένα επιβάλλεται, εξαιτίας της κοινής λεμφικής παροχέτευσης των δύο λοβών του αδένα, που δεν αποκλείει την εξάπλωση του καρκινώματος. Χειρουργικά υπολείμματα της τάξεως έως και του 4% αντιμετωπίζονται με ολική θυρεοειδεκτομή, αλλά σε μεγαλύτερα υπολείμματα τίθεται το δίλημμα της επανάληψης του χειρουργείου.
Eφ’ όσον επιβεβαιώνεται η ύπαρξη της κακοήθειας, ο ασθενής μπαίνει σε αγωγή υποκατάστασης με τριωδοθυρονίνη (Τ3) ή με θυροξίνη (Τ4). Πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ο θεράπων ιατρός είναι ο ενδοκρινολόγος, που καθορίζει την ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση σε κάθε περίπτωση.
Κατά την θεραπευτική χορήγηση του 131Ι, προηγείται ο έλεγχος των θυρεοειδών ορμονών. Ως επαρκής και αναγκαία συνθήκη για τη χορήγηση του θεραπευτικού 131Ι θεωρείται το φαινόμενο, κατά το οποίο ο ασθενής εμφανίζει τιμές θυρεοειδοτρόπου ορμόνηςTSH >30μu/ml. Η επίτευξη αυτών των επιπέδων TSH επιτυγχάνεται, είτε με την διακοπή της θυροξίνης για περίοδο 4-6 εβδομάδων (της τριιωδοθυροξίνης για 2-3 εβδομάδες), που ενέχει ως επακόλουθο της δυσάρεστες συνέπειες του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνοντας συμπτώματα όπως κατακράτηση υγρών, υπνηλία, νωθρότητα, μειωμένη διανοητική, καρδιακή και νεφρική λειτουργία, δυσκοιλιότητα κ.ά., είτε με την χορήγηση ανασυδιασμένης TSH, γεγονός που αποτρέπει την εκδήλωση του υποθυρεοειδισμού και τις συνέπειες του, επιταχύνει το χρονικό διάστημα θεραπείας αλλά και την λήψη των αποτελεσμάτων της μέτρησης Tg σε διάστημα 7 ημερών.
Συνήθως, της θεραπευτικής χορήγησης του ραδιενεργού ιωδίου προηγείται ο σπινθηρογραφικός έλεγχος του τραχήλου για την εκτίμηση του θυρεοειδικού υπολείμματος (thyroid uptake). Πραγματοποιείται συνηθέστερα με πολύ μικρή δόση 131Ι και σπανιότερα με 123Ι. Ο συνδυασμός του αποτελέσματος του σπινθηρογραφήματος του τραχήλου με τα ευρήματα της κυτταρολογικής εξέτασης έχουν την δυνατότητα να καθορίσουν την θεραπευτική δόση του 131Ι. Τελευταία, η θεραπευτική δόση 131Ι που πρέπει να λάβει ο ασθενής παρουσιάζει μειωτική τάση.
Τη λήψη του θεραπευτικού ιωδίου ακολουθεί η νοσηλεία σε ειδική κλινική, προκειμένου να επιτευχθεί η ακτινοπροστασία της οικογένειάς του. Το ιώδιο θα καταστρέψει ανώδυνα τον υπολειμματικό ιστό, θα ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο υποτροπής και θα καταστρέψει τυχόν μεταστάσεις (λεμφαδενικές ή άλλες). Ο ασθενής παραμένει σε ειδικά διαμορφωμένο θάλαμο για 48-72 ώρες και αφού μετρηθεί η εκπεμπόμενη ακτινοβολία εξέρχεται, λαμβάνοντας γραπτές και προφορικές οδηγίες, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η έκθεση ακτινοβολίας του κοντινού οικογενειακού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος.
Μετά την θεραπευτική χορήγηση 131Ι υφίσταται ολόσωμος σπινθηρογραφικός έλεγχος, καθιστώντας εκμεταλλεύσιμη την εκπομπή της ακτινοβολίας του ασθενούς. Σκοπός του μεταθεραπευτικού ελέγχου είναι η ανάγκη της ύπαρξης ενός απεικονιστικού ελέγχου, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με εκείνους που θα ακολουθήσουν. Ακολούθως, ο ενδοκρινολόγος καθορίζει την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή και παρακολούθηση με διάρκεια 3-5 έτη, η οποία περιλαμβάνει τον έλεγχο των θυρεοειδικών ορμονών, την υπερηχογραφική απεικόνιση του τραχήλου, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο τυχόν υποτροπής του καρκίνου και ιδιαίτερα στους επιχώριους λεμφαδένες, καθώς επίσης και ολόσωμο σωματικό έλεγχο με σπινθηρογράφημα 131Ι (ή 123Ι).
Για την θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο αλλά και για την μέτρηση των θυρεοειδών ορμονών στις μέρες μας, ο ασθενής δεν πρέπει να διακόπτει την θεραπευτική αγωγή με θυροξίνη, λόγω των γνωστών και εξαντλητικών σωματικών, πνευματικών, ψυχολογικών και κοινωνικών επιπτώσεων του υποθυρεοειδισμού, καθώς υπάρχει διαθέσιμη η ανασυνδιασμένη TSH (θυρεοτροπίνη άλφα) .
Η θυρεοτροπίνη άλφα (Thyrogen) αποτελεί προϊόν βιοτεχνολογίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πρωτεΐνη με ιδιότητες όμοιες με αυτές της φυσιολογικής θυρεοειδοτρόπου ορμόνης(TSH). Με τη λήψη της ανασυνδιασμένης TSH ο ασθενής μπορεί να λάβει την θεραπεία του με 131Ι αλλά και να υποβληθεί στους απαραίτητους επανέλεγχους με την μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης, μίας σημαντικής ορμόνης-δείκτη πιθανής υποτροπής του καρκίνου. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η διακοπή της θεραπευτικής αγωγής με θυροξίνη, επομένως και η βίωση της δυσάρεστης κατάστασης του υποθυρεοειδισμού, καθώς επίσης επισπεύδονται οι διαδικασίες θεραπείας 131Ι και παρακολούθησης. Επιπλέον, η παραμονή στο θάλαμο ιωδίου είναι βραχύτερη και η ακτινοβόληση στο αίμα 35% μικρότερη.
Η μέχρι τώρα εμπειρία στην θεραπευτική χορήγηση της θυρεοτροπίνης άλφα (Thyrogen), σχετικά με την θεραπεία και παρακολούθηση του καρκίνου του θυρεοειδούς, καταδεικνύει ότι δεν αλλάζει το θεραπευτικό αποτέλεσμα σε σύγκριση με τους ασθενείς που διέκοψαν την αγωγή τους προ της χορήγησης του ραδιενεργού ιωδίου.
Ο καρκίνος του θυρεοειδή (καλώς διαφοροποιημένος) με την χειρουργική επέμβαση και με την χορήγηση του θεραπευτικού 131Ι έχει άριστα αποτελέσματα. Το ποσοστό ίασης αγγίζει το ποσοστό του 95-97% των ασθενών.
Είναι λοιπόν απαραίτητο ανάμεσα στους προληπτικούς ελέγχους που κάνουμε ή που πρέπει να ξεκινήσουμε να μην αμελούμε να πραγματοποιούμε ετησίως, να συμπεριληφθεί και το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, ιδιαίτερα στα άτομα που έχουν επιβαρημένο ιστορικό, όπως προαναφέρθηκε. Ο ενδοκρινολόγος από εκεί και πέρα είναι κατάλληλος να αναλάβει να σας κατευθύνει ανάλογα.